- γλωσσομ(ε)ίκτης
- οαυτός που χρησιμοποιεί γλωσσικά στοιχεία διαφορών εποχών ή στοιχεία διαφόρων διαλέκτων.[ΕΤΥΜΟΛ. < γλώσσα + -μικτης < μείγνυμι. Η λ. (στον λόγιο τ. γλωσσομίκται), μαρτυρείται από το 1816 στο περιοδικό σύγγραμμα Ερμής οΛόγιος].
Dictionary of Greek. 2013.